- αντίπνοος
- ος , ον , αντίπνους, ους , ουν дующий навстречу (о ветре)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀντίπνοον — ἀντίπνοος caused by adverse winds masc/fem acc sg ἀντίπνοος caused by adverse winds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπνουν — ἀντίπνοος caused by adverse winds masc/fem acc sg ἀντίπνοος caused by adverse winds neut nom/voc/acc sg ἀ̱ντίπνουν , ἀντιπνέω blow against imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) ἀ̱ντίπνουν , ἀντιπνέω blow against imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπνόοις — ἀντίπνοος caused by adverse winds masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπνόους — ἀντίπνοος caused by adverse winds masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπνόων — ἀντίπνοος caused by adverse winds masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπνόως — ἀντίπνοος caused by adverse winds masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύπνους — ουν (Α βραδύπνοος, ον) αυτός που πάσχει από βραδύπνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + πνοος < πνοή < πνέω (πρβλ. αντίπνοος, άπνοος, εύπνοος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βραχύπνοος — και βραχύπνους, ο (Α) αυτός που παρουσιάζει βραχύπνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + πνοος < πνοή < πνέω (πρβλ. αντίπνοος, άπνοος, βραδύπνοος κ.ά.) … Dictionary of Greek